Προβληματική Συνεδρίου
Η μόδα την εποχή της ψηφιακής αναπαραγωγής της
Ο κλάδος της ένδυσης αποτελεί παραδοσιακά κεντρικό άξονα του λιανικού εμπορίου. Υπάρχει μόδα χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ψηφιακή πραγματικότητα; Πώς επηρεάζει τη μόδα του μέλλοντος ο κόσμος του metaverse; Οι σκέψεις των σχεδιαστών για τη μόδα της νέας πραγματικότητας αφορούν πλέον και τη δομή του ρούχου. Ο πραγματισμός της εποχής και η νέα ψηφιακή πραγματικότητα στρέφουν την προσοχή του βλέμματος προς μια αλλαγή της σχέσης μας με το σώμα. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι στο πλαίσιο αυτής της αλλαγής, την οποία επιτάχυνε η πανδημία του Covid 19, νοιώθουμε την ανάγκη να καλύπτουμε και όχι να εκθέτουμε το δέρμα μας στο περιβάλλον. Η νέα ψηφιακή πραγματικότητα αλλάζει, όμως, και τον τρόπο με τον οποίον οι αισθήσεις μας αντιλαμβάνονταν μέχρι τώρα τη μόδα. Πώς να διαλέξεις ένα ρούχο, αν δεν μπορείς να αγγίξεις το ύφασμα; Η απάντηση βρίσκεται εντός της νέας πραγματικότητας, η οποία καλεί το βλέμμα να αποκτήσει αισθητήρες αφής. Διότι η μόδα προβάλλεται στις οθόνες μας. Μήπως αποκτά μεγαλύτερη σημασία το βλέμμα και όχι η αφή; Μήπως περνάμε σε μια αντίληψη «οπτικής αφής», μέσω των ηλεκτρονικών υπολογιστών, και μαθαίνουμε να φοράμε τα ρούχα, ακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο το avatar μας ή κάποιο 3D ολόγραμμα φορούν ψηφιακές εκδοχές ρούχων; Τα ψηφιακά ρούχα είναι απελευθερωμένα από συμβάσεις τεχνικής κατασκευής ή άλλων περιορισμών (ταυτότητας, φύλου, μεγέθους κλπ). Είναι άφθαρτα, ανθεκτικά, «αιώνια». Μήπως είναι, όμως, και βαρετά; Ποιες είναι οι ψηφιακές πλατφόρμες, τα εργαλεία της τεχνολογίας και οι designers που προσφέρουν υπηρεσίες ψηφιακής μόδας; Μια συλλογή από ψηφιακά ρούχα έχει οικονομικούς περιορισμούς; Πού θα φοράμε και για ποια περίσταση την ψηφιακή γκαρνταρόμπα μας; Οι παραπάνω προβληματισμοί θα αποτελέσουν τον άξονα της συνάντησης σχεδιαστών ενδύματος, ψηφιακών καλλιτεχνών και ειδικών της μόδας στην ημερίδα με τίτλο: «Η μόδα την εποχή της ψηφιακής αναπαραγωγής της».
Τα πολυκαταστήματα στο κέντρο των πόλεων
Οι απαιτήσεις της μεσαίας τάξης του 19ου αιώνα για άμεση πρόσβαση σε ευρύ φάσμα αγαθών οδήγησαν τον κλάδο του εμπορίου σε μια νέα μορφή λιανικής, το πολυκατάστημα. Έτσι, δημιουργήθηκαν τα πρώτα πολυκαταστήματα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όπως το Marshall Field, το Harrods, το Selfridges, το Le Bon Marché, οι Galeries Lafayette κ.ά. Τα μεγάλα πολυκαταστήματα κυριάρχησαν στα μητροπολιτικά κέντρα έως τη μεταπολεμική εποχή, όπου εντοπίζεται η φάση της ωριμότητάς τους. Τότε, με τη διάδοση της χρήσης του αυτοκινήτου, αρχίζει και η ανάπτυξη του λιανικού εμπορίου στα προάστια των πόλεων, με τα supermarkets και τα εκπτωτικά κέντρα, καθώς επίσης και η μαζική στροφή των καταναλωτών προς πιο οικονομικές επιλογές. Έκτοτε, η επιτυχία των πολυκαταστημάτων φαίνεται να κρίνεται από τις ικανότητες της διοίκησής τους να σχεδιάσει αποτελεσματικές στρατηγικές και να αξιοποιήσει τοπικές ή χρονικές ευκαιρίες. Στην Ελλάδα, τα πρώτα μεγάλα καταστήματα που ταυτίζονται με τα πολυκαταστήματα δημιουργούνται κατά τη μεταπολεμική περίοδο, και τα περισσότερα από αυτά αποτελούν συνέχεια του παραδοσιακού ανεξάρτητου καταστήματος, με τη μορφή του ιδιοκτήτη να παραμένει εμβληματική. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, το Athenée, οι Αφοί Λαμπρόπουλοι, ο Κλαουδάτος και το Μινιόν. Η μεγάλη ακμή τους παρατηρείται μεταξύ 1970-1980, ενώ η κρίση τους αρχίζει, στην Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας 1990, όταν αρχίζουν να δίνουν σταδιακά τη θέση τους στα περιφερειακά εμπορικά κέντρα και στα malls. Ωστόσο, τα πολυκαταστήματα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωτικότητα των εμπορικών κέντρων των πόλεων, λειτουργούν ως πόλοι έλξης για άλλα εμπορικά φυσικά καταστήματα, προσελκύοντας, κυρίως, καταναλωτές μεσαίων και υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων και, βεβαίως, τουρίστες. Μέσα στην πανδημία, υπέστησαν και αυτά, όπως και το σύνολο του εμπορίου, σοβαρά πλήγματα. Σήμερα, προσπαθούν να προσαρμοστούν στις omnichannel απαιτήσεις, αλλά και στις υγειονομικές απαιτήσεις για μείωση του χρόνου αναμονής στις ουρές και του χρόνου πραγματοποίησης των αγορών. Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση στοχεύει να χαρτογραφήσει τις προκλήσεις, τις οποίες αντιμετωπίζουν σήμερα τα πολυκαταστήματα. Πώς καλούνται να λειτουργήσουν; Ποια είναι τα μεγάλα στοιχήματα που πρέπει να κερδίσουν;
Έξυπνες πόλεις και εμπόριο
Οι έξυπνες πόλεις αποτελούν το στοίχημα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για τα επόμενα χρόνια. Οι Δήμοι καλούνται να υλοποιήσουν έργα έξυπνης πόλης, ώστε, μέσα από την ανάπτυξη ψηφιακών υποδομών, να ανταποκριθούν πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής, από την επαφή των πολιτών με τη δημόσια διοίκηση μέχρι τη μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου, τη βελτίωση των δημόσιων συγκοινωνιών, την καθαριότητα, την κυκλική διαχείριση των απορριμμάτων, τη πρόληψη της εγκληματικότητας και, βεβαίως, την ανάπτυξη βιώσιμων μοντέλων εμπορίου. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση καλείται να επενδύσει σε καινοτόμα έργα, προκειμένου να αυξήσει την ποιότητα ζωής στην πόλη. Στο πλαίσιο αυτό, καλείται να εξετάσει τον ρόλο και τη συμβολή των εμπορικών αγορών στην οικονομική ανάπτυξη και την αναζωογόνηση των πόλεων. Θα μπορέσουν τα εμπορικά κέντρα των πόλεων να αναβαθμιστούν, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις των καταναλωτών; Θα μπορέσουν να ενισχύσουν τα παραδοσιακά φυσικά καταστήματα με ψηφιακές υποδομές και υπηρεσίες, ώστε να καταστεί δυνατόν να λειτουργήσουν αποδοτικά omnichannel προσεγγίσεις; Πώς μπορεί το λιανικό εμπόριο να επωφεληθεί από τις έξυπνες πόλεις; Πώς μπορούν οι έξυπνες πόλεις να συμβάλουν στις ραγδαίες αλλαγές στην αποθήκευση, περισυλλογή και μεταφορά εμπορευμάτων; Τέλος, με ποιον τρόπο η ποιότητα του διαδικτύου επηρεάζει σήμερα την υιοθέτηση ψηφιακών υποδομών; Οι παραπάνω προβληματισμοί θα αποτελέσουν τον άξονα συζήτησης της συγκεκριμένης ομάδας ομιλητών.
Η βιομηχανία της μόδας μετά την πανδημία
Η βιομηχανία της μόδας, μετά την πανδημία και, κυρίως, λόγω της κλιματικής κρίσης και της αλλαγής των καταναλωτικών προτύπων, γνωρίζει έναν εντεινόμενο μετασχηματισμό. Αναγκάζεται να ενθαρρύνει νέα κυκλικά επιχειρηματικά μοντέλα, με έμφαση την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση των πρώτων υλών. Έτσι, φαίνεται να περνά από την τάση του fast fashion, η οποία διήρκεσε περισσότερο από τρεις δεκαετίες, στην τάση που σήμερα αποκαλείται «βιώσιμη μόδα». Στην Ελλάδα, παρατηρούμε αρκετά brands να υιοθετούν τέτοιες πρακτικές ή/και να λανσάρουν ολόκληρες συλλογές βασισμένες σε βιώσιμα υλικά, σε ευθεία ανταπόκριση με τις απαιτήσεις της κυκλικής οικονομίας, μειώνοντας, ωστόσο, το περιθώριο κέρδους. Παράλληλα με αυτόν τον «πράσινο» μετασχηματισμό, συντελείται και ο ψηφιακός μετασχηματισμός στη βιομηχανία της μόδας, είτε σε επίπεδο παραγωγής, είτε σε επίπεδο logistics, είτε σε επίπεδο λιανικού εμπορίου. Εστιάζοντας στο λιανικό εμπόριο, βλέπουμε μεγάλες εταιρείες ενδυμάτων, τις πολυεθνικές επιχειρήσεις του κλάδου, να ενσωματώνουν τεχνολογίες που διευκολύνουν τις εξατομικευμένες προτάσεις για αγορές και την «απομακρυσμένη δοκιμή», όπως το «ψηφιακό δοκιμαστήριο», τον «ψηφιακό στυλίστα» και πολλές άλλες δυνατότητες, οι οποίες βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, στη μηχανική μάθηση, στην τεχνολογία της επαυξημένης πραγματικότητας και, γενικότερα, στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών. Στο πλαίσιο αυτών των μεγάλων αλλαγών, δημιουργούνται διάφοροι προβληματισμοί. Πώς φαίνεται να επηρεάζει η κλιματική αλλαγή τη βιομηχανία της μόδας και κατά πόσον είναι οικονομικά βιώσιμη για τη βιομηχανία του ρούχου η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών; Ποιες είναι οι μεγάλες αλλαγές που παρατηρούνται στο εγχώριο λιανικό εμπόριο ένδυσης /υπόδησης, αξεσουάρ και καλλυντικών; Ποιες είναι οι βέλτιστες πρακτικές προώθησης που υιοθετούνται στον συγκεκριμένο χώρο; Αρχίζει, πράγματι, να δυναμώνει εκ νέου η εγχώρια παραγωγή ενδύματος και υποδήματος; Ποιες είναι οι νέες δεξιότητες, οι οποίες απαιτούνται στη βιομηχανία της μόδας, τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και σε επίπεδο λιανικού εμπορίου;
Το ηλεκτρονικό εμπόριο και καινοτομία
Τα τελευταία δέκα χρόνια, ο τομέας του ηλεκτρονικού εμπορίου υφίσταται τεράστια ανάπτυξη, ενσωματώνοντας διαρκώς διάφορες τεχνολογικές καινοτομίες. Τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση, η δυνατότητα αξιοποίησης μαζικών δεδομένων (bigdata), το «Διαδίκτυο των Πραγμάτων», διευκολύνουν πρακτικές που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν αδύνατον να τις φανταστούμε. Από την ευκολία στην αναζήτηση προϊόντων και τη σύγκριση τιμών έως την εξατομίκευση των συστάσεων και τη δημιουργία αξιόπιστων λύσεων διανομής προϊόντων και υπηρεσιών, η εξέλιξη της τεχνολογίας προσφέρει ευκαιρίες για τη διάχυση της καινοτομίας και τη δημιουργία συνεργατικών σχηματισμών καινοτομίας. Κυρίως, όμως, προσφέρει λύσεις που απαντούν στην αυξανόμενη ανάγκη των καταναλωτών να είναι διαρκώς διασυνδεδεμένοι. Μέχρι πρόσφατα, η εστίαση στο ψηφιακό περιβάλλον δεν ήταν κάτι που απασχολούσε τα φυσικά καταστήματα. Μέσα στην πανδημία, τα παραδοσιακά φυσικά καταστήματα δεν ήταν έτοιμα με υποδομές και υπηρεσίες για να ανταποκριθούν άμεσα και αποτελεσματικά στην εξ αποστάσεως καταναλωτική ζήτηση. Έτσι, το ηλεκτρονικό εμπόριο -συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων διαδικτυακών πλατφορμών- ταυτίστηκε με ένα αξιόπιστο σύστημα διανομής προϊόντων και υπηρεσιών. Σε αυτό το νέο ψηφιακό εμπορικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί, με τα πολλά ηλεκτρονικά καταστήματα, τις μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία λειτουργούν και ως «ψηφιακές βιτρίνες» καταστημάτων, έχει αυξηθεί ο ανταγωνισμός εντός του παραδοσιακού οικοσυστήματος του λιανικού εμπορίου. Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτουν διάφορα ερωτήματα, όπως, για παράδειγμα, με ποιους όρους διαμορφώνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ διαδικτυακών λιανεμπόρων και φυσικών καταστημάτων; Ποια είναι τα μοντέλα χρεώσεων των λιανεμπόρων στις διάφορες πλατφόρμες; Πώς μπορούν τα ηλεκτρονικά καταστήματα να αποφύγουν τον παρασιτισμό των μη διαδικτυακών αγορών στις διαδικτυακές αγορές; Πώς λειτουργούν πρακτικές, όπως η διπλή τιμολόγηση, η δυναμική τιμολόγηση; Πώς επηρεάζει η ποιότητα του διαδικτύου τον ρυθμό μεγέθυνσης του ηλεκτρονικού εμπορίου; Ποια είναι τα εντοπισμένα εμπόδια στην εγχώρια και τη διασυνοριακή δραστηριοποίηση (π.χ., μεταφορικά έξοδα, χρόνοι παράδοσης, ανομοιογένεια φορολογικών συντελεστών); Ποιες είναι οι ανάγκες που δημιουργούνται στη χώρα από την αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου; Σε ποια πεδία εντοπίζονται μεγαλύτερες ανάγκες για την ψηφιακή κατάρτιση των επιχειρήσεων; Πρόκειται για προβληματισμούς που θα μας απασχολήσουν στη συγκεκριμένη ενότητα.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες που αλλάζουν το εμπόριο
Η ανάδυση και επέκταση του διαδικτύου συνετέλεσε στη διαμόρφωση ενός νέου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο μετέβαλε τη φυσιογνωμία του λιανικού εμπορίου. Την περίοδο δε της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και στο πλαίσιο της αναπτυσσόμενης ψηφιακής οικονομίας, αναδύθηκαν και νέα επιχειρηματικά μοντέλα, τα οποία συνδιαμόρφωσαν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως οικονομία του «διαμοιρασμού» (sharing economy) ή ως «συνεργατική οικονομία». Πρόκειται, δηλαδή, για επιχειρήσεις που δημιουργούν αξία στο διαδίκτυο, μέσα από την αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων ιδιωτικών πόρων. Τη δεκαετία 2010-2020, οι ψηφιακές τεχνολογίες εξελίχθηκαν με ταχύ ρυθμό, παρέχοντας τεράστιες δυνατότητες σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Ταυτόχρονα, επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο η χρήση των «έξυπνων» συσκευών, η αύξηση των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και η ανάπτυξη και η περαιτέρω εμπέδωση των ψηφιακών υποδομών. Δημιουργήθηκε, έτσι, ένα οικοσύστημα από ψηφιακές τεχνολογίες σε έξυπνες συσκευές, που «αλληλεπιδρούν» και προσπαθούν να «προλάβουν» ή και να δημιουργήσουν την επιθυμία του καταναλωτή. Εν μέσω αυτής της μετάβασης, πολλές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου- ιδίως τα μικρά και τα πολύ μικρά καταστήματα- παρακολουθούσαν με επιφυλακτικότητα αυτόν τον εξελισσόμενο μετασχηματισμό, είτε επειδή δεν είχαν την τεχνογνωσία να υιοθετήσουν τεχνολογίες αιχμής, είτε επειδή θεωρούσαν ότι ο μετασχηματισμός αυτός δεν θα τους «αγγίξει», είτε γιατί δεν διέθεταν τους οικονομικούς πόρους. Η πανδημία του Covid-19 σάρωσε κάθε ενδοιασμό και ανέτρεψε κάθε βεβαιότητα. Επέβαλε, επιπλέον, τη ριζική επανεξέταση πολλών επιχειρηματικών μοντέλων. Οι μικρές επιχειρήσεις στο λιανικό εμπόριο, όπου η φυσική παρουσία και η κοινωνική επαφή δεν ήταν απλά η συνήθης πρακτική, αλλά το συγκριτικό τους πλεονέκτημα έναντι των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του υποκλάδου, αναγκάστηκαν, εξαιτίας μιας πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης, είτε να εφαρμόσουν μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης είτε ακόμα και να διακόψουν τη λειτουργία τους. Η βασική πρόκληση ήταν να επιλέξουν έναν «ανέπαφο» τρόπο επαφής με τους καταναλωτές. Η ανάγκη για τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους επιβλήθηκε με τρόπο επιτακτικό. Πολλοί επιχειρηματίες είτε υιοθέτησαν τη χρήση ψηφιακών εργαλείων, σε όλη την αλυσίδα δραστηριοποίησής τους, είτε άρχισαν να σχεδιάζουν εξ αρχής το επιχειρηματικό τους μοντέλο και την προσαρμογή των διαδικασιών στις πρόσκαιρες ανακατατάξεις που διαμορφώνει η υγειονομική κρίση, προκειμένου, κατά κύριο λόγο, να καταστούν ικανές να συμμετάσχουν σε πιο μακροπρόθεσμες βιώσιμες αλλαγές, όσον αφορά την επιχειρηματική πρακτική. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός μετατράπηκε σε συνθήκη όχι μόνο μεγέθυνσης των εμπορικών επιχειρήσεων, αλλά κυρίως βιωσιμότητας. Στο πλαίσιο αυτό, εγείρεται ο προβληματισμός σχετικά με το πώς συμβάλλουν οι ψηφιακές τεχνολογίες στην καλύτερη επικοινωνία μεταξύ επιχειρήσεων, προμηθευτών και καταναλωτών; Η υιοθέτηση των ψηφιακών τεχνολογιών συμβάλλει, τελικά, στη συρρίκνωση του κόστους λειτουργίας ή όχι; Μπορούν οι ψηφιακές τεχνολογίες να διαμορφώσουν όρους ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και των πολυεθνικών εμπορικών επιχειρήσεων και των μεγάλων πλατφορμών ; Με ποιον τρόπο μπορούν οι μεσαίες, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις να αποκομίσουν οφέλη από τις ψηφιακές τεχνολογίες; Οι τοποθετήσεις των ομιλητών αναμένεται να φωτίσουν τις ιδιαίτερες πτυχές του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων.
Μεταμορφώνοντας τα καταστήματα μέσα από την τεχνολογία
Οι μετασχηματισμοί, τους οποίους υφίσταται το λιανικό εμπόριο, προκαλούν μεταβολές στο παραδοσιακό φυσικό κατάστημα. Ιστορικά, οι αλλαγές αυτές αναδύονται ως η αντανάκλαση των ευρύτερων μετασχηματισμών στην οικονομία, στην τεχνολογία και στη διεθνοποίηση του εμπορίου. Από το μικρό ανεξάρτητο κατάστημα στα πολυκαταστήματα, από το παραδοσιακό μπακάλικο στα σουπερμάρκετ και τις υπεραγορές, από τις εμπορικές πιάτσες στα μεγάλα εμπορικά κέντρα. Το φυσικό κατάστημα διατηρούσε το περιεχόμενό του ως δίαυλος μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή. Με πωλήτριες ή με αυτοεξυπηρέτηση, με ελεύθερη είσοδο ή με face control. Με μετρητά, αλλά και «βερεσέ», με πιστωτική κάρτα και άτοκες δόσεις, με χρεωστική ή προπληρωμένη, με ηλεκτρονική τραπεζική ή ψηφιακά πορτοφόλια, ή ακόμη και με κρυπτονομίσματα. Την τελευταία δεκαετία, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, υπάρχει μια δυναμική ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, με όσες εμπορικές επιχειρήσεις εισέρχονται σε αυτό δυναμικά να κερδίζουν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Η πανδημία αποτέλεσε ένα ισχυρό σοκ για τα φυσικά καταστήματα, τα οποία καθορίζονταν από την επαφή με τους πελάτες τους. Έτσι, ο ψηφιακός μετασχηματισμός έγινε γι’ αυτά η βασική πρόκληση. Πιο συγκεκριμένα, καλούνται να υιοθετήσουν ψηφιακές λύσεις, όπως για παράδειγμα e-shop, υπηρεσίες άμεσης παράδοσης, ανάλυση δεδομένων, ψηφιακά ράφια και δοκιμαστήρια, ακόμη και τεχνολογίες εικονικής ή επαυξημένης πραγματικότητας, ώστε το πραγματικό περιβάλλον, οι πραγματικές εικόνες να εμπλουτίζονται με εικονικές αναπαραστάσεις και πληροφορίες. Πώς αναμένεται να είναι το φυσικό κατάστημα του μέλλοντος; Για ποιο λόγο οι εμπορικές επιχειρήσεις οφείλουν να υιοθετήσουν ψηφιακές λύσεις στον φυσικό τους χώρο; Πώς η ποιότητα του διαδικτύου επηρεάζει τον ψηφιακό μετασχηματισμό των φυσικών καταστημάτων; Πώς μπορεί η ψηφιακή αναβάθμιση ενός καταστήματος να αποτρέψει το show rooming ή τον παρασιτισμό των διαδικτυακών αγορών στις μη διαδικτυακές αγορές; Στο πλαίσιο αυτό, οι τοποθετήσεις των ομιλητών θα συμβάλουν εποικοδομητικά στην κατανόηση του νέου «αγοραστικού» περιβάλλοντος, το οποίο πρέπει να διαμορφώσουν οι επιχειρήσεις, ώστε η αγοραστική εμπειρία του πελάτη να διασφαλίζει την πώληση.
Εμπόριο και Βιωσιμότητα
Η πανδημία του COVID-19 επιτάχυνε τη μετάβαση προς τα βιώσιμα καταναλωτικά πρότυπα, τα οποία συνδέονται επίσης με την αγορά προϊόντων με φιλικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Η πανδημική κρίση αποτελεί κρίκο της κλιματικής αλλαγής, η οποία αναδεικνύει την ανάγκη στροφής προς ένα βιώσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Πράσινη Συμφωνία που ανταποκρίνεται στη Συμφωνία του Παρισιού και στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, ενθαρρύνει -αν όχι απαιτεί- συστηματικά, τα τελευταία χρόνια, τις επιχειρήσεις να θέτουν περιβαλλοντικούς στόχους. Άλλωστε, ένα σημαντικό μέρος των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να χρηματοδοτήσει δράσεις βιώσιμης ανάπτυξης. Ειδικά για τις επιχειρήσεις, στόχοι, όπως η χρηστή χρήση των φυσικών πόρων, η επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση προϊόντων, η αποτροπή και η μείωση παραγωγής αποβλήτων και η ενεργειακή αποδοτικότητα, αναμένεται να αποτελέσουν προτεραιότητες στην αμέσως επόμενη περίοδο. Άλλωστε, ο πόλεμος Ρωσίας και Ουκρανίας αναδεικνύει τη σημασία της αυτάρκειας και της βιώσιμης ανάπτυξης. Έτσι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, στον τομέα των τροφίμων, τόσο οι λιανέμποροι όσο και οι χονδρέμποροι έχουν επενδύσει όλα αυτά τα χρόνια στην υποστήριξη των τοπικών παραγωγών και προμηθευτών τροφίμων, ώστε να προσφέρουν επιλογές στους καταναλωτές και να ενθαρρύνουν τη βιώσιμη και την τοπική παραγωγή. Ειδικότερα, συνεργάζονται στενά με τους προμηθευτές, προκειμένου να καλύψουν τη μεταβαλλόμενη ζήτηση των καταναλωτών, ενώ την ίδια στιγμή αναπτύσσουν την αγορά βιώσιμων και υγιεινών τροφίμων, πρωτοπορώντας ταυτόχρονα στην παροχή διατροφικών πληροφοριών. Από την άλλη, στον τομέα της μόδας, παρατηρείται μια στροφή προς ένα νέο οικοσύστημα, με οικολογικές αρχές και κοινωνικά υπεύθυνες και δίκαιες παραγωγικές πρακτικές, ιδίως ως προς τις συνθήκες και το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων. Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους στόχους της δεκαετίας, διότι θα διασφαλίσει τη βιώσιμη ανάπτυξη. Πώς μπορεί η Ελλάδα να προαγάγει τη βιώσιμη ανάπτυξη, δεδομένου ότι, λόγω και της γεωγραφικής θέσης της, βρίσκεται εκτεθειμένη στην κλιματική κρίση; Πώς θα κατορθώσουν οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στην αλλαγή και να προσεγγίσουν τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης; Πόσο έντονος είναι ο κίνδυνος ο στόχος της βιωσιμότητας να μετατραπεί σε έναν «επιταχυντή» μιας βίαιης «δημιουργικής καταστροφής», στον κλάδο του λιανικού εμπορίου; Αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουν να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στην ομάδα των ομιλητών που έχουν κληθεί να καλύψουν αυτήν την ενότητα.
Έξυπνες Συναλλαγές & Νέες Τάσεις στις Πληρωμές
Η ευκολία, όσον αφορά τη διαχείριση της αγοραστικής εμπειρίας εκ μέρους των καταναλωτών, είναι μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις των επόμενων χρόνων. Ήδη, τα τελευταία χρόνια, με τη διάδοση του ηλεκτρονικού εμπορίου, οι καταναλωτές είχαν αρχίσει να εξοικειώνονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους πληρωμών, αλλά και με τη χρήση βιομετρικών ελέγχων ταυτότητας, για τη διασφάλιση των συναλλαγών. Ιδιαίτερα, όμως, μετά την πανδημία, φαίνεται να έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις για πιο εύκολες μεθόδους πληρωμής, σε όλα τα online και offline κανάλια μιας επιχείρησης. Ωστόσο, πέρα από την αναγκαιότητα της εξοικείωσης με τις νέες τάσεις στις πληρωμές, ώστε να μπορεί να προσφέρει έξυπνες συναλλαγές, η εμπορική επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει και το ζήτημα του κόστους των τραπεζικών προμηθειών. Το κόστος χρήσης υπηρεσιών πληρωμών, ιδίως το κόστος προμήθειας του τεχνικού εξοπλισμού (POS) και οι υψηλές χρεώσεις των τραπεζών για ηλεκτρονικές συναλλαγές, επηρεάζουν περισσότερο τις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν, ωστόσο, τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος πρόσβασης στο διαδίκτυο, διαμορφώνει μια ακόμη ιδιότυπη ανισότητα μεταξύ μικρών και μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων, ως προς την πρόσβασή τους σε ηλεκτρονικές συναλλαγές. Ποιες είναι οι δυνατότητες των τραπεζών για την παροχή χαμηλότερων χρεώσεων στις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στις διαδικτυακές πληρωμές ή/και η ανησυχία σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία των προσωπικών δεδομένων; Τι συνιστά καινοτομία στον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών και πώς αυτή μπορεί να κλείσει την ψαλίδα της ψηφιακής ανισότητας μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν στη συγκεκριμένη ενότητα.
Η τεχνητή νοημοσύνη στο λιανικό εμπόριο
Την τελευταία δεκαετία, η εξέλιξη της ψηφιοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης, της μηχανικής μάθησης και του «Διαδικτύου των Πραγμάτων» ωθεί σε διαρκείς αλλαγές πολλές οικονομικές δομές, μεταξύ των οποίων και το λιανικό εμπόριο. Οι εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στο λιανικό εμπόριο αγγίζουν όλη την αγοραστική εμπειρία, από την αναζήτηση των προϊόντων, την υποστήριξη με ρομπότ των πελατών εντός καταστήματος, τις εξατομικευμένες προτάσεις σε ένδυση, υπόδηση και μακιγιάζ, μέχρι τα βιομετρικά χαρακτηριστικά για τις αυτοματοποιημένες πληρωμές, τα ψηφιακά ράφια και δοκιμαστήρια, τους ψηφιακούς βοηθούς και τα καταστήματα χωρίς υπαλλήλους. Πώς μπορούν, όμως, στην πράξη, τα παραδοσιακά φυσικά καταστήματα να διαμορφώσουν εξατομικευμένες εμπειρίες και καλύτερες προσφορές για τα αγοραστικά ταξίδια των πελατών τους; Πώς μπορούν, πρακτικά και με ποιον προϋπολογισμό, να χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη, προκειμένου να βελτιώσουν την εφοδιαστική αλυσίδα και τη διαχείρισή της; Πώς οι υπεύθυνοι προώθησης χρησιμοποιούν ή σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη προς όφελος της τμηματοποίησης των πελατών; Αυτός είναι ο άξονας που θα μας απασχολήσει στη συγκεκριμένη ενότητα.
Το αποτύπωμα του τουρισμού στο λιανικό εμπόριο
Η «τριπλή κρίση» (δημοσιονομική, υγειονομική και τιμών) ανάδειξε την αναγκαιότητα μιας νέας κλαδικής εξειδίκευσης της ελληνικής οικονομίας, με σκοπό τη βελτίωση της ανθεκτικότητάς της. Κάποιοι κλάδοι λογίζονται ως στρατηγικής σημασίας, για τη μετάβαση του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος. Ένας από τους κλάδους αυτούς είναι και ο τουρισμός, του οποίου η συνεισφορά σε επίπεδο προστιθέμενης αξίας, όσο και απασχόλησης, ενισχύθηκε, μέχρι το 2019, σημαντικά. Ο τουρισμός, ως η οικονομία της τελικής κατανάλωσης, δημιουργεί συσχετίσεις και με άλλους κλάδους της οικονομίας, επιφέροντας σημαντικά πολλαπλασιαστικά διακλαδικά οφέλη.
Το λιανικό εμπόριο συνιστά μια από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτών των συσχετίσεων. Ωστόσο, παρατηρείται ότι η τουριστική δαπάνη, με το πέρασμα των χρόνων, καθίσταται περισσότερο ανελαστική, με αποτέλεσμα την τάση των τουριστών να προϋπολογίζουν τα δυνητικά τους έξοδα πριν από το ταξίδι. Επίσης, η σταδιακή μεγέθυνση του τουριστικού υποδείγματος «all inclusive» συνδέεται με σημαντικές μεταλλαγές στην τουριστική ζήτηση, επηρεάζοντας άμεσα και τις τουριστικές εμπορικές επιχειρήσεις. Άλλος ένας παράγοντας που αποτελεί μια σημαντική μεταβολή στην τουριστική δραστηριότητα είναι η έκρηξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, η οποία επηρεάζει, πέρα από τον κλάδο της εστίασης και της διασκέδασης, και το λιανικό εμπόριο.
Στο πλαίσιο αυτό, εγείρεται ο προβληματισμός σχετικά με τον τρόπο διάχυσης των ωφελειών του τουρισμού στους άλλους κλάδους, και ειδικά στο λιανικό εμπόριο. Υπάρχει η δυνατότητα χαρτογράφησης της τουριστικής δαπάνης και του καταναλωτικού τουριστικού προφίλ; Θα μπορούσε να υπάρξει ένα ολιστικό σχέδιο που να επιταχύνει τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του τουρισμού στο λιανικό εμπόριο; Πώς μπορούν τα κέντρα των πόλεων να συμβάλουν προς την κατεύθυνση της ενδυνάμωσης των σχέσεων του τουρισμού με το λιανικό εμπόριο; H συζήτηση στοχεύει να φωτίσει τα πεδία εκείνα, στα οποία χρειάζεται να εστιάσουν οι προτάσεις της ΕΣΕΕ για μια περισσότερο οργανική σύνδεση μεταξύ τουρισμού και λιανικού εμπορίου.
Η επίδραση της τεχνολογίας στην εργασία και τις επιχειρήσεις
Ιστορικά, οι τεχνολογικοί μετασχηματισμοί σχετίζονται με μεταλλαγές στο επίπεδο της απασχόλησης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κάθε φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης συνδέθηκε με ευρύτερες μεταλλαγές στη δομή της απασχόλησης. Η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση έφερε τον χωρικό στο εργοστάσιο, η δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση τοποθέτησε τον εργαζόμενο στη «γραμμή παραγωγής», ενώ η τρίτη τον ανάγκασε να «συνομιλήσει» με την τεχνολογία. Ο John Maynard Keynes έκανε λόγο για την «τεχνολογική ανεργία» (διαρθρωτική ανεργία), με άλλα λόγια για την απώλεια θέσεων εργασίας, η οποία προκαλείται από την εξέλιξη της τεχνολογίας, επισημαίνοντας, ωστόσο, και τη μελλοντική προσαρμογή στις τεχνολογικές καινοτομίες. Η τεχνολογική πρόοδος μετασχηματίζει την αγορά εργασίας, μειώνοντας (ή μηδενίζοντας) τη ζήτηση εργασίας σε συγκεκριμένους κλάδους και αυξάνοντας τη ζήτηση σε άλλους. Ειδικά στο εμπόριο, οι τεχνολογικοί μετασχηματισμοί συνεπάγονται ριζικές μεταβολές όσον αφορά τη διάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στον κλάδο. Πλέον, νέα προσόντα και υψηλές δεξιότητες θεωρούνται κρίσιμης σημασίας. Από την άλλη, η υιοθέτηση ψηφιακών πρακτικών ασκεί πιέσεις σε παραδοσιακά επαγγέλματα στο εμπόριο, επιτείνοντας τις λεγόμενες ευέλικτες μορφές εργασίας. Στην Ελλάδα, το εμπόριο συνεχίζει να αποτελεί τον σημαντικότερο εργοδότη της χώρας (17.9% της συνολικής απασχόλησης το 2021), με το μερίδιο της μερικής απασχόλησης στον κλάδο να μειώνεται σημαντικά (από το σε 8.3% των συνολικών θέσεων εργασίας, το 2021, στο 10.3%, το 2020), τεκμηριώνοντας τη δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι προκλήσεις της ψηφιοποίησης στην απασχόληση παραμένουν ανοικτές. Είναι εφικτή η διατήρηση του ισοζυγίου ανάμεσα στην απώλεια θέσεων εργασίας και στη δημιουργία νέων από νέες ειδικότητες; Ποιες είναι οι ειδικότητες στο εμπόριο που απειλούνται περισσότερο από τις τεχνολογικές εξελίξεις; Ποιες αλλαγές πιστεύετε ότι θα υποστεί η αυτοαπασχόληση, η οποία, παρότι συρρικνώνεται, εκπροσωπείται σε μεγάλο βαθμό στον κλάδο; Αυτά είναι τα ερωτήματα, τα οποία θα κληθούν να απαντήσουν οι ομιλητές της συγκεκριμένης ενότητας.